- καλοφορώ
- 1. φορώ καλά ρούχα, ωραία στολή, είμαι καλοντυμένος2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφορεμένος, -η, -οντυμένος καλά, κομψά, καλοντυμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαφορώ — καλαφορῶ και καλοφορῶ (Μ) δημιουργώ καλά προαισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. καλά + *αφορώ] … Dictionary of Greek